Definify.com
Definition 2024
κατάσταση
κατάσταση
Greek
Noun
κατάσταση • (katástasi) f (plural καταστάσεις)
Declension
declension of κατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάσταση | καταστάσεις |
genitive | κατάστασης / καταστάσεως | καταστάσεων |
accusative | κατάσταση | καταστάσεις |
vocative | κατάσταση | καταστάσεις |
Related terms
- εγκατάσταση f (enkatástasi, “installation, establishment”)