Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κατάρτι
κατάρτι
Greek
Noun
κατάρτι
•
(
katárti
)
n
(
plural
κατάρτια
)
(
nautical
)
mast
Declension
declension of
κατάρτι
singular
plural
nominative
κατάρτι
κατάρτια
genitive
καταρτιού
καταρτιών
accusative
κατάρτι
κατάρτια
vocative
κατάρτι
κατάρτια
Synonyms
άλμπουρο
n
(
álmpouro
)
ιστός
n
(
istós
)
Derived terms
δικάταρτο
n
(
dikátarto
,
“
ketch, two-masted vessel
”
)
Etymology
From
Ancient Greek
κατάρτιον
(
katártion
)
.
Similar Results