Definify.com
Definition 2024
καρβονικό_οξύ
καρβονικό οξύ
Greek
Noun
καρβονικός οξύ • (karvonikós oxý) n (plural καρβονικά οξέα)
- (organic chemistry) carboxylic acid
- Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ. ― To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý. ― Acetic acid is a carboxylic acid.
Usage notes
- The Greek for carbonic is ανθρακικό — ανθρακικό οξύ n (anthrakikó oxý, “carbonic acid, carbon dioxide”).
Synonyms
- καρβοξυλικό οξύ n (karvoxylikó oxý)
External links
- Καρβοξυλικά οξέα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el