Definify.com
Definition 2024
καμπαναριό
καμπαναριό
Greek
Noun
καμπαναριό • (kampanarió) n (plural καμπαναριά)
Declension
declension of καμπαναριό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καμπαναριό | καμπαναριά |
genitive | καμπαναριού | καμπαναριών |
accusative | καμπαναριό | καμπαναριά |
vocative | καμπαναριό | καμπαναριά |
Related terms
- see: καμπάνα f (kampána, “bell”)
Synonyms
- κωδωνοστάσιο n (kodonostásio)