Definify.com
Definition 2024
κακό_μάτι
κακό μάτι
Greek
Noun
κακό μάτι • (kakó máti) n (plural κακά μάτια)
Synonyms
Related terms
- ματιάζω (matiázo, “to put the evil eye”)
External links
- Βασκανία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
κακό μάτι • (kakó máti) n (plural κακά μάτια)