Definify.com
Definition 2024
κάτοπτρο
κάτοπτρο
Greek
Noun
κάτοπτρο • (kátoptro) m (plural κάτοπτρα)
Declension
declension of κάτοπτρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κάτοπτρο | κάτοπτρα |
genitive | κατόπτρου | κατόπτρων |
accusative | κάτοπτρο | κάτοπτρα |
vocative | κάτοπτρο | κάτοπτρα |
Synonyms
- (mirror): καθρέφτης m (kathréftis)
See also
- κάτοπτρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el