Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κάνω_εμετό
κάνω εμετό
Greek
Phrase
κάνω
εμετό
•
(
káno emetó
)
simple past
:
έκανα
εμετό
(
ékana emetó
)
vomit
Related terms
see:
εμετός
m
(
emetós
,
“
vomiting, nausea
”
)
Similar Results