Definify.com

Definition 2024


κάθετο_δοκάρι

κάθετο δοκάρι

Greek

Noun

κάθετο δοκάρι (kátheto dokári) n (plural κάθετα δοκάρια)

  1. (sports) goalpost

Declension

see: κάθετος (káthetos) and δοκάρι (dokári)