Definify.com
Definition 2024
ισοδυναμώ
ισοδυναμώ
Greek
Verb
ισοδυναμώ • (isodynamó) (found only in the present and imperfect tenses)
- to be the same, to be equivalent
- Η κατανάλωση μπορεί να ισοδυναμεί με μία λάμπα των 100 βάτ.
- I katanálosi boreí na isodynameí me mía lámpa ton 100 vát.
- Consumption can be equivalent to a 100 watt light bulb.
- Αυτός δεν ισοδυναμεί με πολύ.
- Aftós den isodynameí me polý.
- He does not amount to much.
- Η κατανάλωση μπορεί να ισοδυναμεί με μία λάμπα των 100 βάτ.
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.