Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ισοβουτανίου
ισοβουτανίου
Greek
Noun
ισοβουτανίου
•
(
isovoutaníou
)
n
Genitive
singular
form of
ισοβουτάνιο
(
isovoutánio
)
.
Similar Results