Definify.com
Definition 2024
ιπποπόταμος
ιπποπόταμος
See also: ἱπποπόταμος
Greek
Noun
ιπποπόταμος • (ippopótamos) m (plural ιπποπόταμοι)
Declension
declension of ιπποπόταμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιπποπόταμος | ιπποπόταμοι |
genitive | ιπποπόταμου | ιπποπόταμων |
accusative | ιπποπόταμο | ιπποπόταμους |
vocative | ιπποπόταμε | ιπποπόταμοι |
External links
- ιπποπόταμος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el