Definify.com
Definition 2024
ιππικό
ιππικό
Greek
Noun
ιππικό • (ippikó) n (plural ιππικά)
Declension
declension of ιππικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιππικό | ιππικά |
genitive | ιππικού | ιππικών |
accusative | ιππικό | ιππικά |
vocative | ιππικό | ιππικά |
Related terms
- ιππότης m (ippótis, “knight”)
See also
- ουσάρος m (ousáros, “hussar”)
- ουλάνος m (oulános, “uhlan, lancer”)
- λογχοφόρος m (lonchofóros, “lancer”)