Definify.com
Definition 2024
ικανότητα
ικανότητα
Greek
Noun
ικανότητα • (ikanótita) f (plural ικανότητες)
Declension
declension of ικανότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ικανότητα | ικανότητες |
genitive | ικανότητας | ικανοτήτων |
accusative | ικανότητα | ικανότητες |
vocative | ικανότητα | ικανότητες |