Definify.com
Definition 2024
θερμόμετρο
θερμόμετρο
Greek
Noun
θερμόμετρο • (thermómetro) m (plural θερμόμετρα)
Declension
declension of θερμόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θερμόμετρο | θερμόμετρα |
genitive | θερμομέτρου | θερμομέτρων |
accusative | θερμόμετρο | θερμόμετρα |
vocative | θερμόμετρο | θερμόμετρα |
External links
- θερμόμετρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el