Definify.com
Definition 2024
ημικύκλιο
ημικύκλιο
Greek
Noun
ημικύκλιο • (imikýklio) n (plural ημικύκλια)
Declension
declension of ημικύκλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημικύκλιο | ημικύκλια |
genitive | ημικυκλίου | ημικυκλίων |
accusative | ημικύκλιο | ημικύκλια |
vocative | ημικύκλιο | ημικύκλια |