Definify.com
Definition 2024
ηλεκτρόνιο
ηλεκτρόνιο
Greek
Noun
ηλεκτρόνιο • (ilektrónio) n (plural ηλεκτρόνια)
Declension
declension of ηλεκτρόνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρόνιο | ηλεκτρόνια |
genitive | ηλεκτρονίου | ηλεκτρονίων |
accusative | ηλεκτρόνιο | ηλεκτρόνια |
vocative | ηλεκτρόνιο | ηλεκτρόνια |
See also
- ποζιτρόνιο n (pozitrónio, “positron, antielectron”)
External links
- ηλεκτρόνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el