Definify.com

Definition 2024


ζαχαροπλαστείο

ζαχαροπλαστείο

Greek

Noun

ζαχαροπλαστείο (zacharoplasteío) n (plural ζαχαροπλαστεία)

  1. cake shop, patisserie

Declension

Related terms

and see: ζάχαρη f (záchari, table sugar)