Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ζαρκάδι
ζαρκάδι
Greek
Noun
ζαρκάδι
•
(
zarkádi
)
n
(
plural
ζαρκάδια
)
roe deer
Declension
declension of
ζαρκάδι
singular
plural
nominative
ζαρκάδι
ζαρκάδια
genitive
ζαρκαδιού
ζαρκαδιών
accusative
ζαρκάδι
ζαρκάδια
vocative
ζαρκάδι
ζαρκάδια
Synonyms
δορκάς
f
(
dorkás
)
Similar Results