Definify.com
Definition 2025
εστιατόριο
εστιατόριο
Greek
Noun
εστιατόριο • (estiatório) n (plural εστιατόρια)
Declension
declension of εστιατόριο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εστιατόριο | εστιατόρια |
| genitive | εστιατορίου | εστιατορίων |
| accusative | εστιατόριο | εστιατόρια |
| vocative | εστιατόριο | εστιατόρια |