Definify.com
Definition 2024
εστιατόριο
εστιατόριο
Greek
Noun
εστιατόριο • (estiatório) n (plural εστιατόρια)
Declension
declension of εστιατόριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εστιατόριο | εστιατόρια |
genitive | εστιατορίου | εστιατορίων |
accusative | εστιατόριο | εστιατόρια |
vocative | εστιατόριο | εστιατόρια |