Definify.com
Definition 2024
επιστάτρια
επιστάτρια
Greek
Noun
επιστάτρια • (epistátria) f (plural επιστάτριες, masculine επιστάτης)
Declension
declension of επιστάτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστάτρια | επιστάτριες |
genitive | επιστάτριας | επιστατριών |
accusative | επιστάτρια | επιστάτριες |
vocative | επιστάτρια | επιστάτριες |
Related terms
- επιστασία f (epistasía, “stewardship”)
- επιστάτης m (epistátis, “foreman”)