Definify.com
Definition 2024
επιβατικό
επιβατικό
Greek
Noun
επιβατικό • (epivatikó) n (plural επιβατικά)
Declension
declension of επιβατικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιβατικό | επιβατικά |
genitive | επιβατικού | επιβατικών |
accusative | επιβατικό | επιβατικά |
vocative | επιβατικό | επιβατικά |
Related terms
- επιβάτης m (epivátis, “passenger”) (ship, railway, taxi)
- and see: επιβιβάζω (epivivázo, “to take on board”)
Adjective
επιβατικό • (epivatikó)
- Accusative masculine singular form of επιβατικός (epivatikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of επιβατικός (epivatikós).