Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
επεμβατισμούς
επεμβατισμούς
Greek
Noun
επεμβατισμούς
•
(
epemvatismoús
)
m
Accusative
plural
form of
επεμβατισμός
(
epemvatismós
)
.
Similar Results