Definify.com
Definition 2024
επανάσταση
επανάσταση
Greek
Noun
επανάσταση • (epanástasi) f (plural επαναστάσεις)
- revolution
- επανάσταση του 1821
- Greek War of Independence
- επανάσταση του 1821
Declension
declension of επανάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επανάσταση | επαναστάσεις |
genitive | επανάστασης / επαναστάσεως | επαναστάσεων |
accusative | επανάσταση | επαναστάσεις |
vocative | επανάσταση | επαναστάσεις |
Synonyms
- εθνεγερσία f (ethnegersía, “national revolution, revolution for independence”)
Derived terms
- Πολιτιστική Επανάσταση f (Politistikí Epanástasi, “Cultural Revolution”)
External links
- Επανάσταση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Ελληνική Επανάσταση του 1821 on the Greek Wikipedia.Wikipedia el