Definify.com
Definition 2024
επίθετο
επίθετο
Greek
Noun
επίθετο • (epítheto) n (plural επίθετα)
Declension
declension of επίθετο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επίθετο | επίθετα |
genitive | επιθέτου | επιθέτων |
accusative | επίθετο | επίθετα |
vocative | επίθετο | επίθετα |
Synonyms
- (surname): επώνυμο n (epónymo)
- (surname): μεγάλο όνομα n (megálo ónoma)
Hypernyms
- (grammar): όνομα n (ónoma)
See also
- επιθετικός (epithetikós, “aggressive; adjectival”)
- and see: όνομα n (ónoma, “name”)