Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
επίθεση
επίθεση
Greek
Noun
επίθεση
•
(
epíthesi
)
f
(
plural
επιθέσεις
)
attack
,
offensive
(
in warfare
)
Declension
declension of
επίθεση
singular
plural
nominative
επίθεση
επιθέσεις
genitive
επίθεσης
/
επιθέσεως
επιθέσεων
accusative
επίθεση
επιθέσεις
vocative
επίθεση
επιθέσεις
Similar Results