Definify.com
Definition 2024
εξαφάνιση
εξαφάνιση
Greek
Noun
εξαφάνιση • (exafánisi) f
Declension
declension of εξαφάνιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξαφάνιση | εξαφανίσεις |
genitive | εξαφάνισης / εξαφανίσεως | εξαφανίσεων |
accusative | εξαφάνιση | εξαφανίσεις |
vocative | εξαφάνιση | εξαφανίσεις |
Related terms
- εξαφανίζω (exafanízo, “to destroy”)
- εξαφανίζομαι (exafanízomai, “to vanish”)