Definify.com
Definition 2024
εξήγηση
εξήγηση
Greek
Noun
εξήγηση • (exígisi) f (plural εξηγήσεις)
Declension
declension of εξήγηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξήγηση | εξηγήσεις |
genitive | εξήγησης / εξηγήσεως | εξηγήσεων |
accusative | εξήγηση | εξηγήσεις |
vocative | εξήγηση | εξηγήσεις |
Related terms
- εξηγώ (exigó, “to explain”)