Definify.com
Definition 2024
εξέγερση
εξέγερση
Greek
Noun
εξέγερση • (exégersi) f (plural εξεγέρσεις)
Declension
declension of εξέγερση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξέγερση | εξεγέρσεις |
genitive | εξέγερσης / εξεγέρσεως | εξεγέρσεων |
accusative | εξέγερση | εξεγέρσεις |
vocative | εξέγερση | εξεγέρσεις |