Definify.com
Definition 2024
εξάρτημα
εξάρτημα
Greek
Noun
εξάρτημα • (exártima) n (plural εξαρτήματα)
- part, attachment (detachable and serving a specific purpose)
- tool, implement
Declension
declension of εξάρτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξάρτημα | αξαρτήματα |
genitive | αξαρτήματος | εξαρτημάτων |
accusative | εξάρτημα | αξαρτήματα |
vocative | εξάρτημα | αξαρτήματα |
See also
- προσκόλληση f (proskóllisi, “adhesion, romantic attachment”)
- επισύναψη f (episýnapsi, “email attachment”)