Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εντροπία
εντροπία
See also:
ἐντροπία
Greek
Noun
εντροπία
•
(
entropía
)
f
(
plural
εντροπίες
)
(
physics
)
entropy
Declension
declension of
εντροπία
singular
plural
nominative
εντροπία
εντροπίες
genitive
εντροπίας
εντροπιών
accusative
εντροπία
εντροπίες
vocative
εντροπία
εντροπίες
See also
ενθαλπία
f
(
enthalpía
,
“
enthalpy
”
)
Similar Results