Definify.com

Definition 2024


ελληνιστικά

ελληνιστικά

Greek

Adjective

ελληνιστικά (ellinistiká)

  1. Nominative neuter plural form of ελληνιστικός (ellinistikós).
  2. Accusative neuter plural form of ελληνιστικός (ellinistikós).
  3. Vocative neuter plural form of ελληνιστικός (ellinistikós).