Definify.com

Definition 2024


εκπαραθύρωση

εκπαραθύρωση

Greek

Noun

εκπαραθύρωση (ekparathýrosi) f (plural εκπαραθυρώσεις)

  1. defenestration
    Η εκπαραθύρωση της Πράγας (The defenestration of Prague)
  2. (figuratively) expel (possibly with violence)

Declension