Definify.com
Definition 2024
εκδότρια
εκδότρια
Greek
Noun
εκδότρια • (ekdótria) f (plural εκδότριες, masculine εκδότης)
Declension
declension of εκδότρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκδότρια | εκδότριες |
genitive | εκδότριας | εκδοτριών |
accusative | εκδότρια | εκδότριες |
vocative | εκδότρια | εκδότριες |
Related terms
- έκδοση f (ékdosi, “edition”)