Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ειρωνεία
ειρωνεία
See also:
εἰρωνεία
Greek
Noun
ειρωνεία
•
(
eironeía
)
f
(
plural
ειρωνείες
)
irony
Declension
declension of
ειρωνεία
singular
plural
nominative
ειρωνεία
ειρωνείες
genitive
ειρωνείας
ειρωνειών
accusative
ειρωνεία
ειρωνείες
vocative
ειρωνεία
ειρωνείες
Similar Results