Definify.com
Definition 2024
εδεσματολόγιο
εδεσματολόγιο
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) εδεσματολόγιον n (edesmatológion)
Noun
εδεσματολόγιο • (edesmatológio) n (plural εδεσματολόγια)
- menu (list of dishes)
Declension
declension of εδεσματολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εδεσματολόγιο | εδεσματολόγια |
genitive | εδεσματολογίου | εδεσματολογίων |
accusative | εδεσματολόγιο | εδεσματολόγια |
vocative | εδεσματολόγιο | εδεσματολόγια |