Definify.com
Definition 2024
εγκατάλειψη
εγκατάλειψη
Greek
Noun
εγκατάλειψη • (enkatáleipsi) f (plural εγκαταλείψεις)
- abandonment
- Η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά. (His abandonment by his mother scarred him deeply.)
- Αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης. (He saw in the deserted house a full picture of abandonment.)
Declension
declension of εγκατάλειψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκατάλειψη | εγκαταλείψεις |
genitive | εγκατάλειψης / εγκαταλείψεως | εγκαταλείψεων |
accusative | εγκατάλειψη | εγκαταλείψεις |
vocative | εγκατάλειψη | εγκαταλείψεις |
See also
- αποχαλίνωση f (apochalínosi, “dissolution”)