Definify.com
Definition 2024
εγγύηση
εγγύηση
Greek
Noun
εγγύηση • (engýisi) f (plural εγγυήσεις)
- (law) bail, guarantee, pledge
- (trade) guarantee, warranty
- Είναι υποχρεωμένοι από το νόμο να έχουν 2 χρόνια εγγύηση.
- They must by law have a 2 year warranty.
- Είναι υποχρεωμένοι από το νόμο να έχουν 2 χρόνια εγγύηση.
Declension
declension of εγγύηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγγύηση | εγγυήσεις |
genitive | εγγύησης / εγγυήσεως | εγγυήσεων |
accusative | εγγύηση | εγγυήσεις |
vocative | εγγύηση | εγγυήσεις |