Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
δόκανο
δόκανο
Greek
Noun
δόκανο
•
(
dókano
)
n
trap
(device designed to catch or kill animals)
Declension
declension of
δόκανο
singular
plural
nominative
δόκανο
δόκανα
genitive
δόκανου
δοκάνων
accusative
δόκανο
δόκανα
vocative
δόκανο
δόκανα
Synonyms
παγίδα
n
(
pagída
)
Similar Results