Definify.com
Definition 2024
δρεπάνι
δρεπάνι
Greek
Noun
δρεπάνι • (drepáni) n (plural δρεπάνια)
Synonyms
- κόσα f (kósa)
Declension
declension of δρεπάνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δρεπάνι | δρεπάνια |
genitive | δρεπανιού | δρεπανιών |
accusative | δρεπάνι | δρεπάνια |
vocative | δρεπάνι | δρεπάνια |