Definify.com

Definition 2024


δραστηριότητα

δραστηριότητα

Greek

Noun

δραστηριότητα (drastiriótita) f (plural δραστηριότητες)

  1. activity
    Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
    Maths activities for the nursery school.

Declension