Definify.com
Definition 2024
δραστηριότητα
δραστηριότητα
Greek
Noun
δραστηριότητα • (drastiriótita) f (plural δραστηριότητες)
- activity
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
- Maths activities for the nursery school.
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
Declension
declension of δραστηριότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραστηριότητα | δραστηριότητες |
genitive | δραστηριότητας | δραστηριοτήτων |
accusative | δραστηριότητα | δραστηριότητες |
vocative | δραστηριότητα | δραστηριότητες |