Definify.com
Definition 2024
δοκιμασία
δοκιμασία
Greek
Noun
δοκιμασία • (dokimasía) f (plural δοκιμασίες)
Declension
declension of δοκιμασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοκιμασία | δοκιμασίες |
genitive | δοκιμασίας | δοκιμασιών |
accusative | δοκιμασία | δοκιμασίες |
vocative | δοκιμασία | δοκιμασίες |
Related terms
- see: δοκιμή f (dokimí, “trial, test”)