Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
δισεκατομμύρια
δισεκατομμύρια
Greek
Noun
δισεκατομμύρια
•
(
disekatommýria
)
n
Nominative
,
accusative
and
vocative
plural
form of
δισεκατομμύριο
(
disekatommýrio
)
.
Similar Results