Definify.com
Definition 2024
διοξείδιο
διοξείδιο
Greek
Alternative forms
- διοξίδιο (dioxídio)
Noun
διοξείδιο • (dioxeídio) n (plural διοξείδια)
Declension
declension of διοξείδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διοξείδιο | διοξείδια |
genitive | διοξειδίου | διοξειδίων |
accusative | διοξείδιο | διοξείδια |
vocative | διοξείδιο | διοξείδια |
Related terms
- διοξείδιο του άνθρακα n (dioxeídio tou ánthraka, “carbon dioxide”)
See also
- οξυγόνο n (oxygóno, “oxygen”)