Definify.com
Definition 2025
δικτατορία
δικτατορία
Greek
Noun
δικτατορία • (diktatoría) f (plural δικτατορίες)
- (politics) dictatorship
Declension
declension of δικτατορία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δικτατορία | δικτατορίες |
| genitive | δικτατορίας | δικτατοριών |
| accusative | δικτατορία | δικτατορίες |
| vocative | δικτατορία | δικτατορίες |
Synonyms
- τυραννία f (tyrannía)
External links
-
δικτατορία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el