Definify.com
Definition 2024
δικαστήρια
δικαστήρια
Greek
Noun
δικαστήρια • (dikastíria) n
- Nominative plural form of δικαστήριο (dikastírio).
- Accusative plural form of δικαστήριο (dikastírio).
- Vocative plural form of δικαστήριο (dikastírio).