Definify.com
Definition 2024
διευκρίνιση
διευκρίνιση
Greek
Noun
διευκρίνιση • (diefkrínisi) f (plural διευκρινίσεις)
Declension
declension of διευκρίνιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διευκρίνιση | διευκρινίσεις |
genitive | διευκρίνισης / διευκρινίσεως | διευκρινίσεων |
accusative | διευκρίνιση | διευκρινίσεις |
vocative | διευκρίνιση | διευκρινίσεις |
Related terms
- διευκρινίζω (diefkrinízo, “to clear, to clarify”)
See also
- αποσαφήνιση (aposafínisi, “clarification, disambiguation”)