Definify.com
Definition 2024
διασπορά
διασπορά
Greek
Noun
διασπορά • (diasporá) f
Declension
declension of διασπορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διασπορά | διασπορές |
genitive | διασποράς | διασπορών |
accusative | διασπορά | διασπορές |
vocative | διασπορά | διασπορές |
Related terms
- διασπείρω (diaspeíro)
- διασπορά ψευδών ειδήσεων (diasporá psevdón eidíseon)