Definify.com
Definition 2024
διαμάντι
διαμάντι
Greek
Noun
διαμάντι • (diamánti) n (plural διαμάντια)
Declension
declension of διαμάντι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαμάντι | διαμάντια |
genitive | διαμαντιού | διαμαντιών |
accusative | διαμάντι | διαμάντια |
vocative | διαμάντι | διαμάντια |
Synonyms
- (Katharevousa) αδάμας m (adámas)
See also
- ρόμβος m (rómvos, “rhombus, diamond shape”)
- καρό n (karó, “diamond, card suit”)