Definify.com
Definition 2024
διαδήλωση
διαδήλωση
Greek
Noun
διαδήλωση • (diadílosi) f (plural διαδηλώσεις)
- (politics) demonstration, protest
Declension
declension of διαδήλωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαδήλωση | διαδηλώσεις |
genitive | διαδήλωσης / διαδηλώσεως | διαδηλώσεων |
accusative | διαδήλωση | διαδηλώσεις |
vocative | διαδήλωση | διαδηλώσεις |
Related terms
- διαδηλωτής m (diadilotís, “demonstrator”)
- διαδηλώτρια f (diadilótria, “demonstrator”)
- διαδηλώνω (diadilóno, “to demonstrate”)
External links
- διαδήλωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el