Definify.com
Definition 2024
διάκριση
διάκριση
Greek
Noun
διάκριση • (diákrisi) f (plural διακρίσεις)
Declension
declension of διάκριση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάκριση | διακρίσεις |
genitive | διάκρισης / διακρίσεως | διακρίσεων |
accusative | διάκριση | διακρίσεις |
vocative | διάκριση | διακρίσεις |